- σωματουργός
- σωμᾰτουργ-ός, όν,A creative of bodies, Id.in Prm.p.638 S., in Ti.1.311 D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σωματουργός — creative of bodies masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματουργός — όν, ΜΑ (για τέχνη ή επάγγελμα) αυτός που κατασκευάζει σώματα («τέχναι καὶ χειρουργίαι τούτων ὑπ ἀνθρώπων εὕρηνται σωματουργοί», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. δραματ ουργός] … Dictionary of Greek
σωματουργόν — σωματουργός creative of bodies masc/fem acc sg σωματουργός creative of bodies neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματουργοί — σωματουργός creative of bodies masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματουργῷ — σωματουργός creative of bodies masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
σωματουργία — ἡ, ΜΑ [σωματουργός] σωματοποιΐα* … Dictionary of Greek
σωματουργικός — ή, όν, Α [σωματουργός] σωματοποιός* … Dictionary of Greek
σωματουργώ — έω, ΜΑ [σωματουργός] προσδίδω σε κάτι σωματική, υλική υπόσταση («σωματουργεῑ τὰς ῥεούσας εἰκόνας», Πισίδ. Ι.) αρχ. 1. διαρθρώνω σε ενιαίο σύνολο 2. συνθέτω, σκευάζω («εἴδη τε πολλά σωματουργεῑ φαρμάκων», επιγρ.) … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
σωματουργοῦ — σωματουργέω form into a whole pres imperat mp 2nd sg (attic) σωματουργέω form into a whole imperf ind mp 2nd sg (attic) σωματουργός creative of bodies masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)